αλεείνω

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

ἀλεείνω (Α)
(επικό ρήμα που χρησιμοποιείται μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό)
1. αποφεύγω, ξεφεύγω
2. υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεF-εν- (< θ. τών λ. ἀλέα, ἀλέομαι και πρόσφυμα -εν-) με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F και επένθεση].