αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon
η1. ανάσασμα, αναπνοή2. μικρό διάλειμμα στην εργασία, ανάπαυλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανασαίνω, υποχωρητ. (πρβλ. ανασταίνω: ανάστα)].