ανιπτόπους

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

ο (ΜΑ ἀνιπτόπους, -ουν)
αυτός που έχει άπλυτα πόδια
(νεοελλ.-μσν.) (στον πληθ. ως ουσ.) οι ανιπτόποδες
αιρετικοί μοναχοί που θεωρούσαν αγιότητα να παραμελούν την καθαριότητα και να μένουν άπλυτοι.