αναφρόδιτος
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναφρόδιτος, -ον) Αφροδίτη
εκείνος που πάσχει από αναφροδισία
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει έλθει σε σαρκική επιμιξία
αρχ.
1. άτυχος στον έρωτα
2. άγαρμπος, άχαρος, χωρίς θέλγητρα.