άγαρμπος

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει συμμετρικές αναλογίες, άκομψος, ασουλούπωτος
2. αγροίκος, άξεστος, άχαρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + γάρμπο(ς), το < ιταλ. garbo (= χάρη, ευγένεια)].