εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
-η, -ο1. ο μη σωστός, λειψός2. αδύνατος, ασθενικός3. άσωστος, αστείρευτος4. αυτός που δεν μπορείς να τον σώσεις, να τον φθάσεις.