σφετερίζω
From LSJ
English (LSJ)
A make one's own, appropriate, usurp, ἐὰν ἑσμοὺς ἀλλοτρίους σφετερίζῃ τις Pl.Lg.843d; τὰ πράγματα κατὰ τὴν πόλιν ἐσφετέρισαν ib.715a; τὸν χόρτον -ίσαντες PGen.49.15 (iv A.D.):—Pass., τῆς ἐσφετερισμένης ἀρχῆς App.Hann.45. II more freq. in Med. σφετερίζομαι, σφετεριξάμενοι (Dor. aor.) πατραδέλφειαν A.Supp.38 (anap.), cf. X.HG5.1.36, D.32.2; σ. τι τῶν ἀλλοτρίων Arist.Pr.952a29; τι τῶν πέλας Plb.2.19.4; χρήματα SIG833.7 (Epist. Hadriani); ὄνομα Gal.6.543; ὅλον τὸν ἀκροατὴν σφετεριζόμενος Luc.Cal.8: pf. Pass. in same sense, D.H.10.32; plpf. ἐσφετέριστο D.C.50.1: also c. gen., -ομένους τῶν κοινῶν Phld.Rh.2.174 S.; τῶν κτημάτων -ονται BGU 195.17 (ii A.D.).