Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άπαικτος

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

κ. άπαιχτος, -η, -ο (Μ ἄπαικτος, -ον)
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν παίχτηκε
(«ἔργο ἄπαιχτο») ή που δεν έχει παρασταθεί στο θέατρο
2. (για παιγνιόχαρτο) αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη στο παιγνίδι
μσν.
ακατάλληλος για αστεϊσμό.