αμάρτημα

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223

Greek Monolingual

το (Α ἁμάρτημα) ἁμαρτάνω
παράβαση του θείου νόμου, τών εντολών της θρησκείας και τών διατάξεων της Εκκλησίας
μσν.
1. παρανομία, αδίκημα
2. φρ. «εἶναι ἔργον τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων να...», είναι άδικο, είναι κρίμα να...
αρχ.
1. σφάλμα, αποτυχία
2. φταίξιμο, πλάνη, παράπτωμα
3. φρ. «ἁμάρτημα περὶ τὸ σῶμα», σωματικό ελάττωμα.