ἀπέμφασις
From LSJ
ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh
English (LSJ)
εως, ἡ,
A incongruity, absurdity, Str.10.2.12; contradiction, εἰς -σιν περικλείεσθαι S.E.M. 11.162.
German (Pape)
[Seite 286] ἡ, die Unangemessenheit, Sp.; Widerspruch, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέμφᾰσις: -εως, ἡ, ἀτοπία, τὸ ἄτοπον, τὸ ἄλογον, Στράβ. 454, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 61.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 incongruencia, inconsistencia ἔχει (Homero) μὲν οὖν ἀπεμφάσεις τοιαύτας Str.10.2.12, περικλείεσθαι ... εἰς ἀ. S.E.M.11.162, εἰς ἀ. αὐτοῖς ὁ λόγος χωρεῖ Clem.Al.Strom.1.17.82, διὰ τὴν ἀ. τῆς λέξεως Origenes M.13.664C, cf. Io.6.54.
2 representación aparentemente falsa op. ἔμφασις Carn.129, οὐ τὸ ὑποκείμενον διὰ τῆς ἀ. ἔγνωμεν Gr.Nyss.Eun.3.5.59.
Greek Monolingual
ἀπέμφασις, η (Α)
ασυμφωνία, δυσαρμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) + έμφασις].