αμφίσφαιρος

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

-η, -ο σφαίρα
1. αυτός που έχει σφαίρες στα άκρα του
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμφίσφαιρο
μεγάλος αλτήρας που υψώνεται και με τα δύο χέρια για άσκηση τών μυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμφι- + -σφαιρος < σφαίρα].