αμφίσφαιρος
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
-η, -ο σφαίρα
1. αυτός που έχει σφαίρες στα άκρα του
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμφίσφαιρο
μεγάλος αλτήρας που υψώνεται και με τα δύο χέρια για άσκηση τών μυών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμφι- + -σφαιρος < σφαίρα].