Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άσπαρτος

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσπαρτος, -ον) σπείρω
(για αγρό) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε
νεοελλ.
1. (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει ακόμη («άσπαρτα φασόλια»)
2. το ουδ. ως ουσ. άσπαρτο, το
το φυτό ερύγγιο το πεδινό, το βοτάνι της αγάπης, το μοσκάγκαθο
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν αναπαράγεται με σπορά, ο αυτοφυής
2. αποδίδεται στην παρθενική γέννηση του Χριστού («τὰς ἀσπάρτους ὠδίνας»)
3. α) ο ακαλλιέργητος, ο βάρβαρος
β) μτφ. αυτός που δεν έχει δεχθεί τον σπόρο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου («ἄσπαρτον γένος»).