άσπαρτος

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσπαρτος, -ον) σπείρω
(για αγρό) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε
νεοελλ.
1. (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει ακόμη («άσπαρτα φασόλια»)
2. το ουδ. ως ουσ. άσπαρτο, το
το φυτό ερύγγιο το πεδινό, το βοτάνι της αγάπης, το μοσκάγκαθο
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν αναπαράγεται με σπορά, ο αυτοφυής
2. αποδίδεται στην παρθενική γέννηση του Χριστού («τὰς ἀσπάρτους ὠδίνας»)
3. α) ο ακαλλιέργητος, ο βάρβαρος
β) μτφ. αυτός που δεν έχει δεχθεί τον σπόρο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου («ἄσπαρτον γένος»).