ἀσυκοφάντητος

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσῡκοφάντητος Medium diacritics: ἀσυκοφάντητος Low diacritics: ασυκοφάντητος Capitals: ΑΣΥΚΟΦΑΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: asykophántētos Transliteration B: asykophantētos Transliteration C: asykofantitos Beta Code: a)sukofa/nthtos

English (LSJ)

ον,

   A not plagued by informers, Aeschin.3.216, Plu. 2.756d; ἑορτή OGI383.157 (Commagene, i B. C.); πενία ἀ. κτῆμα Secund.Sent.10; free from misrepresentation, Onos.Praef.10.    II unexceptionable, BGU1059.8 (Aug.), Luc.Hist.Conscr.59, Salt.81.    III Adv. -τως without quibbling, Phld.Rh.1.8 S., Plu.2.529d.

German (Pape)

[Seite 379] nicht von Sykophanten angeklagt, nicht verleumdet, Aeschin. 3, 216 Luc. Salt. 81 Plut. adv. vit. pud. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσῡκοφάντητος: -ον, ὁ μὴ ἐνοχλούμενος ὑπὸ συκοφαντῶν, ὁ μὴ συκοφαντηθείς, διαβληθείς, Αἰσχίν. 84. 44, Πλούτ. 2. 756D, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 81. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 529D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non dénoncé, non calomnié ; irréprochable.
Étymologie: ἀ, συκοφαντέω.

Spanish (DGE)

-ον
I libre de denuncias o críticas τόπος Aeschin.3.216
de abstr. ἑορτή IGLS 1.157 (Comagene I a.C.), πίστις Onas.proem.10, de la pobreza ἀσυκοφάντητον κτῆμα Secund.Sent.17, cf. I.BI 1.522, Porph.Abst.4.7
de pers. τούτου δὲ γενομένου ἔσομαι ἀ. SB 11968.20 (II a.C.), οὐδέν' ἀσυκοφάντητον οὐδ' ἀβασάνιστον ἀπολείψεις Plu.2.756d, ἀνήρ SB 9740.17 (II d.C.), PSI 921.30 (II d.C.), cf. BGU 1059.8 (I d.C.), Luc.Hist.Cons.59.
II adv. -ως
1 de manera simplista λαμβάνειν ἀ. Phld.Rh.1.17Aur.
2 sin ambigüedad Plu.2.529d
sin intrigas o delaciones ἐπὶ τῶν ἀ. τὰ πράγματα ἐπιτελούντων Plu.Prou.80.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυκοφάντητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συκοφαντηθεί
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί να εξαιρεθεί.