αποτρέπω
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek Monolingual
(AM ἀποτρέπω)
1. εμποδίζω κάποιον από το να κάνει κάτι, μεταπείθω
2. εμποδίζω νά γίνει κάτι, αποσοβώ
αρχ.
Ι. 1. γυρίζω, στρέφω κάποιον προς τα πίσω, απομακρύνω
2. αποκρούω, απωθώ
3. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι ή εναντίον κάποιου
II. (-ομαι)
1. αποφεύγω κάτι
2. δεν δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου
3. γυρίζω πίσω, επιστρέφω.