αποτρέπω

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

(AM ἀποτρέπω)
1. εμποδίζω κάποιον από το να κάνει κάτι, μεταπείθω
2. εμποδίζω νά γίνει κάτι, αποσοβώ
αρχ.
Ι. 1. γυρίζω, στρέφω κάποιον προς τα πίσω, απομακρύνω
2. αποκρούω, απωθώ
3. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι ή εναντίον κάποιου
II. (-ομαι)
1. αποφεύγω κάτι
2. δεν δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου
3. γυρίζω πίσω, επιστρέφω.