αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
ο (AM ἄρπαξ, [-αγος], Μ και ἅρπαγος, -ον)
αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αρπάγιον (-άγι).
ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ
μσν.
δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ
(μσν.νεοελλ.) φιλάρπαξ (-αγας)].