ἀριστευτικός

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστευτικός Medium diacritics: ἀριστευτικός Low diacritics: αριστευτικός Capitals: ΑΡΙΣΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aristeutikós Transliteration B: aristeutikos Transliteration C: aristeftikos Beta Code: a)risteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of, belonging to valiant deeds, Max.Tyr.29.1, Plu.2.319b.

German (Pape)

[Seite 352] sich auszeichnend, wacker, tapfer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀριστεύων, ἢ ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἄριστον, ὁ ἐπιτήδειος δι’ ἔξοχα κατορθώματα, Μάξ. Τύρ. 21. 1, Πλούτ. 2. 319B.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
habitué à l’emporter sur les autres, à se distinguer par de hauts faits.
Étymologie: ἀριστεύω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν relativo a hechos heroicos Τύχη Plu.2.319b.

Greek Monolingual

ἀριστευτικός, -ή, -όν (Α) αριστεύω
ο ικανός για έξοχα κατορθώματα.