ἀστρομαντεία
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
ἡ, = sq., D.S.36.5.
German (Pape)
[Seite 378] ἡ, Sterndeuterei, Diod. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρομαντεία: ἡ, = τῷ ἑπ., Διόδ. 36. 5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
astrología τὴν ἐκ τῆς ἀστρομαντείας πρόρρησιν D.S.36.5, cf. Tz.Alleg.Od.1.196.
Greek Monolingual
και αστρομαντική, η (AM ἀστρομαντεία)
η τέχνη του αστρομάντη, το να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα με την παρατήρηση των άστρων.