απροετοίμαστος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί, ανέτοιμος
2. αυτός που γίνεται χωρίς προηγούμενη προετοιμασία
3. ο ψυχικά απροετοίμαστος, ο απροδιάθετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + προετοιμάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Κριτοβουλίδη].