απέχω

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

(AM ἀπέχω)
1. βρίσκομαι μακριά, σε απόσταση από κάποιον ή κάτι
2. δεν αναμιγνύομαι, δεν μετέχω σε κάτι, κρατιέμαι μακριά από κάτι