απαυδώ
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(AM ἀπαυδῶ, -άω)
1. δεν μπορώ πια να μιλήσω
2. κουράζομαι, εξαντλούμαι
αρχ.
1. απαγορεύω
2. αρνούμαι
3. παρουσιάζω έλλειψη
4. εξαντλούμαι, λιποθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αυδώ < αυδή «ομιλία, λαλιά»].