Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναμαρμαίρω

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμαρμαίρω Medium diacritics: ἀναμαρμαίρω Low diacritics: αναμαρμαίρω Capitals: ΑΝΑΜΑΡΜΑΙΡΩ
Transliteration A: anamarmaírō Transliteration B: anamarmairō Transliteration C: anamarmairo Beta Code: a)namarmai/rw

English (LSJ)

   A move quickly, of a smith's bellows, A.R.3.1300.

German (Pape)

[Seite 197] aufglänzen machen, Feuer entzünden, Ap. Rh. 3, 1300, s. ἀναμορμύρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμαρμαίρω: κινοῦμαι ταχέως, ἐπὶ τῶν φυσητήρων σιδηρουργοῦ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1300· ἀλλ’ ὁ Σχολιαστὴς δίδει εἰς τὴν λέξιν ἄλλην σημασίαν: «ἀναμαρμαίρειν κυρίως τὸ καίειν· μετενήνοχε δὲ τὴν φωνὴν ἀπὸ τῆς σφοδροτάτης φυσήσεως ἐνεργούσης ἔξωθεν». ― Ὁ Ρούγκ. ὑπέβαλε διόρθωσιν ἀναμορμύρουσι, ὁ δὲ Μέρκελος ἀναμαιμάουσι.

Spanish (DGE)

avivardel fuelle de fragua φῦσαι χαλκήων ὁτὲ μέν τ' ἀναμαρμαίρουσιν πῦρ ὀλοὸν πιμπρᾶσαι A.R.3.1300.

Greek Monolingual

ἀναμαρμαίρω (Α)
(για φυσητήρα σιδηρουργού) κινούμαι γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα- + μαρμαίρω «αστράπτω»].