ἀντανακοπή

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ἡ,

   A recoil, κυμάτων Arist.Mu.396a19.

German (Pape)

[Seite 244] , gegenseitiges Zurückschlagen, Zurück prallen, von Wellen, Arist. mund. 4, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντανακοπή: ἡ, ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω ἀνακοπή, ὑποστροφή, κυμάτων Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 33.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ retroceso κυμάτων Arist.Mu.396a19.

Greek Monolingual

η (Α ἀντανακοπή)
νεοελλ.
η ανακοπή την οποία ασκεί κάποιος εναντίον μιας δικαστικής απόφασης και της ανακοπής που έχει γίνει εναντίον της
αρχ.
(για κύματα) η αναδίπλωση.