ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
ἀγαυός, -ή, -όν (Α)
1. ένδοξος, ευγενής στην καταγωγή
2. (για πράγματα) εξαίρετος, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη πρέπει να συνδέεται με το ἄγαμαι. Προέρχεται πιθ. από τύπο ἀγα-Fός (Schwyzer), το δε υ (ἀγαυός) οφείλεται στον αιολικό φωνηεντισμό].