το (Α ἀκροατήριον) ἀκροῶμαιτο σύνολο τών ακροατών που παρακολουθούν ομιλία, διδασκαλία, μουσική εκτέλεση, δίκη, διάλεξη κ.λπ.αρχ.1. τόπος ακροάσεων2. αίθουσα διδασκαλίας ή εκφωνήσεως λόγων.