διάλεξη

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η (AM διάλεξις, -εως)
νεοελλ.
δημόσια ομιλία ή διδασκαλία σε καθορισμένο θέμα
αρχ.-μσν.
συζήτηση, συνομιλία
αρχ.
διάλεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + λέξις.