αστροβολώ
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
Greek Monolingual
(-άω) (AM ἀστροβολῶ, -έω)
νεοελλ.
1. αστράφτω, ακτινοβολώ
2. απρόσ. αστροβολάει
έχει αστροφεγγιά
αρχ.
1. μαγεύω
2. (-ούμαι) ξεραίνομαι από τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -βολώ < βόλος, βολή < βάλλω].