αλετρόδεμα

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source

Greek Monolingual

το
κόμπος ή κρίκος από σκοινί (ιδίως για να συνδέει τον ρυμό του αλετριού με τον ζυγό, αλετροθηλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι + δέμα.