αροτριώ

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source

Greek Monolingual

ἀροτριῶ (-άω και -όω) (AM)
οργώνω, σκάβω τη γη με άροτρο (η μτχ. τὰ ἀροτριῶντα, ως ουσ. με παράλειψη της λ. κτήνη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άροτρον.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αροτρίασις.
ΣΥΝΘ. συναροτριώ
αρχ.
εξαροτριώ
αρχ.-μσν.
προαροτριώ].