αροτριώ
From LSJ
Greek Monolingual
ἀροτριῶ (-άω και -όω) (AM)
οργώνω, σκάβω τη γη με άροτρο (η μτχ. τὰ ἀροτριῶντα, ως ουσ. με παράλειψη της λ. κτήνη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άροτρον.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αροτρίασις.
ΣΥΝΘ. συναροτριώ
αρχ.
εξαροτριώ
αρχ.-μσν.
προαροτριώ].