ανάβρασμα

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το αναβράζω
1. βρασμός, βράση
2. ερεθισμός, έξαψη
3. ο παφλασμός που προέρχεται από την πτώση αντικειμένου σε υγρή επιφάνεια.