ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
-ο1. (για αδένες) αυτός που εκκρίνει γάλα2. (για ουσίες ή φάρμακα) ο γαλακταγωγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -γόνος < γίγνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].