γαλακτογόνος

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

-ο
1. (για αδένες) αυτός που εκκρίνει γάλα
2. (για ουσίες ή φάρμακα) ο γαλακταγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-κτος) + -γόνος < γίγνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη].