ἀκαμψία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A inflexibility, Arist. PA654a24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαμψία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκάμπτου, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 2. 8, 9.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ rigidez ἀκανθῶν Arist.PA 654a24.
Greek Monolingual
η (Α ἀκαμψία) ἄκαμπτος
(κυριολεκτικά και μεταφορικά)
η ιδιότητα του άκαμπτου, αλυγισιά, δυσκολία ή αδυναμία κάποιου να λυγίσει
«ακαμψία χειρός», «ακαμψία χαρακτήρος».