ασυγκράτητος

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

-η, -ο αυτός που δεν συγκρατιέται, ακράτητος, ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συγκρατώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].