ασυγκράτητος
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
-η, -ο αυτός που δεν συγκρατιέται, ακράτητος, ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συγκρατώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].