αγάς

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300

Greek Monolingual

ο (Μ ἀγάς)
τίτλος Τούρκου αξιωματούχου, άρχοντας, διοικητής
νεοελλ.
μτφ.
1. δεσποτικός, τύραννος
2. αυτός που ζει με μεγάλη οικονομική άνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aga (= διοικητής)].