αναλιγώνω

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

1. μεταβάλλω με τη θερμότητα στερεή λιπαρή ουσία σε υγρή, λειώνω, διαλύω
2. (ενεργ. και μέσ.) φθάνω σε κατάσταση λιποθυμίας λόγω έντονης επιθυμίας κάποιου πράγματος (τροφής κ.λπ.).