αναλιγώνω

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source

Greek Monolingual

1. μεταβάλλω με τη θερμότητα στερεή λιπαρή ουσία σε υγρή, λειώνω, διαλύω
2. (ενεργ. και μέσ.) φθάνω σε κατάσταση λιποθυμίας λόγω έντονης επιθυμίας κάποιου πράγματος (τροφής κ.λπ.).