ἀμέλητος

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέλητος Medium diacritics: ἀμέλητος Low diacritics: αμέλητος Capitals: ΑΜΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: amélētos Transliteration B: amelētos Transliteration C: amelitos Beta Code: a)me/lhtos

English (LSJ)

ον,

   A not to be cared for, unworthy of care, πόλλ' ἀμέλητα μέλει Thgn.422. Adv. ἀμελητί heedlessly, Luc.Tim.12.

German (Pape)

[Seite 121] warum man sich nicht kümmern soll, Theogn. 422.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέλητος: -ον, ὅμοιον τῷ ἀμελὴς ΙΙ, περὶ οὗ δὲν φροντίζει τις, ἀνάξιος φροντίδος, πόλλ’ ἀμέλητα μέλει Θέογν. 422. ― Τὸ ἐπίρρ. ἀμελητί, ἐν Λουκ. Τίμ., 12, εἶναι πιθανῶς ἐσφ. γρ. ἀντὶ ἀμελλητί.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on ne se préoccupe pas.
Étymologie: ἀμελέω.

Spanish (DGE)

-ον
que no debería importar καί σφιν πόλλ' ἀμέλητα μέλει les importan muchas cosas que no deberían importarles Thgn.422.

Greek Monolingual

ἀμέλητος, -ον (Α)
ο μη άξιος φροντίδας, προσοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μέλω.