αμνημόνευτος
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμνημόνευτος, -ον)
1. αυτός που δεν μνημονεύεται ή δεν μνημονεύθηκε, για τον οποίο δεν έγινε λόγος, ο μη αναφερόμενος
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον θυμηθεί
νεοελλ.
1. αυτός, για τον οποίο δεν τελέστηκε μνημόσυνο ή του οποίου δεν αναφέρθηκε το όνομα κατά την ακολουθία
2. (και με ειρωνική σημασία) αυτός που δεν βλασφημήθηκε
3. φρ. «προ αμνημονεύτων χρόνων», πριν από πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα
αρχ.
1. αυτός, για τον οποίο δεν σκέφθηκε, δεν φρόντισε κανείς
2. αυτός που λησμονεί, αμνήμων, ξεχασιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + -μνημόνευτος < μνημονεύω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμνημονεύτως].