ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(Μ ἀποστειρῶ, -όω)
κάνω αποστείρωση
μσν.
γίνομαι άγονος, στείρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + στειρώ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1896 από τον Αλκ. Παπαπαναγιώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις].