αποστειρώνω

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

(Μ ἀποστειρῶ, -όω)
κάνω αποστείρωση
μσν.
γίνομαι άγονος, στείρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + στειρώ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1896 από τον Αλκ. Παπαπαναγιώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις].