αλεπόμουτρο

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98

Greek Monolingual

το 1. το πρόσωπο της αλεπούς
2. (για πρόσωπα) πονηρός, δόλιος, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + μούτρο].