Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
το 1. το πρόσωπο της αλεπούς2. (για πρόσωπα) πονηρός, δόλιος, πανούργος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + μούτρο].