άνοιξη

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

η (AM ἄνοιξις) ανοίγω
νεοελλ.1. η εποχή του έτους που ακολουθεί τον χειμώνα και προαναγγέλλει το καλοκαίρι, το έαρ
2. μτφ. η εποχή της νεότητας, της ακμής του ανθρώπου
αρχ.-μσν.
το να ανοίγει κάποιος κάτι, άνοιγμα.