αγροδίαιτος
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
ἀγροδίαιτος, -ον (Α)
αυτός που ζει στους αγρούς, στην εξοχή, χωρικός, χωριάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + δίαιτα.