ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
-η, -ο (Α ἀπόδημος, -ον)1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, ο ξενιτεμένος2. φρ. «ο απόδημος ελληνισμός».[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δήμος «εδαφική περιοχή, συνήθως για να δηλώσει τον τόπο καταγωγής κάποιου»].