αγγελία

Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀγγελία) ἄγγελος
είδηση, πληροφορία, μήνυμα
νεοελλ.
διαφήμιση που δημοσιεύεται σε εφημερίδες, περιοδικά κ.λπ.
αρχ.
1. προκήρυξη, πρόσταγμα, διαταγή
2. μεταβίβαση αγγελίας
3. κομιστής αγγελίας, αγγελιαφόρος.