ανάβρα
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
Greek Monolingual
η
1. ανάβλυσμα νερού, πηγή νερού που αναβλύζει
2. (για την ψυχή) ανάβλυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβρύω (υποχωρητικός σχηματισμός)].