γιακάς

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

ο
1. περιλαίμιο εξωτερικών ανδρικών ή γυναικείων ενδυμάτων, όπως του φορέματος, του πουκάμισου, κλπ.
2. το χτύπημα του αυχένα με την παλάμη, σβερκιά, κατραπακιά
3. φρ. α) «τρώει γιακάδες» — τον καρπαζώνουν, τον εξευτελίζουν
β) «του τίναξα τον γιακά» — τον εξευτέλισα
γ) «τινάζω τον γιακά μου» — κόβω κάθε σχέση με κάποιον
4. ποιότητα καπνού από ορεινές περιοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yaka].