γλωσσάς

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

Greek Monolingual

-ού, -άδικο και -άρικο και -ούδικο
1. φλύαρος
2. αυθάδης, αθυρόστομος
3. το αρσ. ως ουσ. ονομασία του πτηνού ίυγξ ο στρεψίλαιμος, ο στραβολαίμης.