δείνωμα
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
ατος, τό,
A exaggerated view, τὸ δ. τῶν κριτῶν Phld.Rh.1.286S.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
exageración, opinión exagerada τῶν κριτῶν Phld.Rh.1.286.
Greek Monolingual
δείνωμα, το (AM) (Μ και δείνωμαν) δεινώ
μσν.
η σοβαροποίηση
αρχ.
εξογκωμένη, υπερβολική άποψη.