δασοκόμος
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
ο, η
1. ο ειδικός στη δασοκομία
2. υπάλληλος ειδικά εκπαιδευμένος για τη φύλαξη και επιτήρηση τών δασών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -κόμος < κομώ «φροντίζω»].